αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
προκόπτω — ΝΜΑ, προκόβω και προκόφτω Ν [κόπτω / κόβω] 1. προοδεύω (α. «έβαλε μυαλό και πρόκοψε» β. «προκόψομεν οὐδέν» δεν θα προοδεύσουμε καθόλου, Αλκ.) 2. αναπτύσσομαι ηθικά και πνευματικά (α. «πρόκοψε στα γράμματα» β. «προκόπτειν ἐν τοῑς μαθήμασι»,… … Dictionary of Greek
συντρέφω — και αττ. τ. ξυντρέφω Α [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον 2. τρέφω συγχρόνως 3. παθ. συντρέφομαι α) ανατρέφομαι μαζί με άλλον β) εκπαιδεύομαι σε κάτι γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («ἐκ νηπίου ἡμῑν… … Dictionary of Greek
άναλτος — (I) ἄναλτος, ον (Α) αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + ΙΕ ρ. *al + επίθημα τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε… … Dictionary of Greek
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
αγουρογίνομαι — 1. αναπτύσσομαι πρόωρα 2. λέγεται για τους καρπούς που ωριμάζουν μετά το κόψιμό τους από το δέντρο … Dictionary of Greek
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
ανακαθίζω — (Α ἀνακαθίζω) Ι. (μτβ.) 1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα 2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω 3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τόν χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει… … Dictionary of Greek
ανακαρώνω — [ανάκαρο Ι] 1. αναλαμβάνω, αποκτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι, συνέρχομαι 2. δείχνομαι τολμηρός σε κάποιον, κάνω τον παλικαρά 3. αυξάνομαι, αναπτύσσομαι … Dictionary of Greek
απαέξομαι — ἀπαέξομαι (Α) [αέξομαι] αναπτύσσομαι … Dictionary of Greek